29/05/2021
Ποιήματα της Βισουάβα Σιμπόρσκα στα ελληνικά!
«Η ζωή εδώ και τώρα» - ανθολογία ποιημάτων της σπουδαίας Πολωνής ποιήτριας, βραβευμένης με Νομπέλ Λογοτεχνίας, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση από τα πολωνικά και με την εισαγωγή της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς.
Η Πολωνή Βισουάβα Σιμπόρσκα υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες που αναδείχθηκαν στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1923 στο Κούρνικ της επαρχίας του Πόζναν, αλλά η πόλη με την οποία συνδέθηκε για μια ολόκληρη ζωή ήταν η Κρακοβία, όπου και πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 2012 σε ηλικία 88 ετών. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο των Γιαγκελόνων, στην αρχή Φιλολογία και στη συνέχεια Κοινωνιολογία, όμως αναγκάστηκε να τις διακόψει για βιοποριστικούς λόγους. Εργάστηκε κατόπιν σε διάφορα έντυπα και δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, χρονογραφήματα και δοκίμια. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1945, με ένα ποίημα που έφερε τον εξόχως χαρακτηριστικό τίτλο «Αναζητώ τη λέξη». Ωστόσο, σύμφωνα με την κριτική, η δημιουργική της πορεία άρχισε ουσιαστικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, την περίοδο που η ίδια θεμελίωσε με τους στίχους της έναν ευρύτερο προβληματισμό για τη φύση του κόσμου και την υπαρξιακή κατάσταση μέσα σε αυτόν, έναν προβληματισμό τον οποίο καλλιέργησε συστηματικά και μετουσίωσε εντέλει σε υψηλή τέχνη. Το 1996 η Σουηδική Ακαδημία την τίμησε και της απένειμε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίηση, η οποία με την ειρωνική της ακρίβεια επιτρέπει στα ιστορικά και βιολογικά συμφραζόμενα να αποκαλυφθούν μέσα από τα αποσπάσματα της ανθρώπινης πραγματικότητας». Το βιβλίο Η ζωή εδώ και τώρα περιλαμβάνει περισσότερα από εκατό ποιήματα, επιλεγμένα από όλες τις συλλογές της, και συνιστά την πλέον εκτεταμένη ανθολόγηση του έργου της που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
ΓΑΤΑ ΣΕ ΑΔΕΙΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ
Να πεθάνεις – αυτό δεν μπορείς να το κάνεις σε μια γάτα.
Γιατί τι να κάνει η γάτα
σ’ ένα άδειο διαμέρισμα;
Να σκαρφαλώνει στους τοίχους;
Να τρίβεται ανάμεσα στα έπιπλα;
Τάχα μου τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ
κι όμως όλα είναι αλλιώς.
Τάχα μου τίποτα δεν μετακινήθηκε
κι όμως ο χώρος ανοίχθηκε.
Και τα βράδια η λάμπα δεν φωτίζει πια.
Ακούγονται βήματα στις σκάλες,
δεν είναι όμως τα ίδια.
Το χέρι που βάζει το ψάρι στο πιατάκι,
ούτε αυτό είναι το ίδιο.
Κάτι δεν αρχίζει εδώ
τη συνηθισμένη ώρα.
Κάτι δεν γίνεται εδώ
όπως θα έπρεπε.
Κάποιος εδώ ήταν,
και ήταν, έπειτα απρόσμενα εξαφανίστηκε
και πεισματικά απουσιάζει.
Ολα τα ντουλάπια έχουν εξερευνηθεί.
Ολα τα ράφια έχουν πατηθεί.
Η εξέταση κάτω απ’ το χαλί έχει ολοκληρωθεί.
Ακόμη και η απαγόρευση δεν τηρήθηκε
κι όλα τα χαρτιά έχουν διασκορπιστεί.
Τι άλλο μένει να κάνουμε;
Υπνος και αναμονή.
Ας γυρίσει μόνο,
ας ξαναφανεί.
Θα μάθει τότε
πως με τη γάτα δεν μπορείς να κάνεις έτσι.
Το βάδισμα προς αυτόν
θα γίνει με προσποιητή απροθυμία,
σιγά σιγά,
στα πολύ προσβεβλημένα ποδαράκια.
Και κανένα πηδηματάκι, κανένα νιάου, έστω στην αρχή.
ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Ρίξαμε κλήρο ποιος θα πάει να τον δει.
Επεσε σ’ εμένα. Σηκώθηκα από το τραπεζάκι μας.
Πλησίαζε η ώρα των επισκέψεων στο νοσοκομείο.
Δεν απάντησε τίποτα στο χαιρετισμό μου.
Ηθελα να του πιάσω το χέρι – το τράβηξε πίσω
όπως ο πεινασμένος σκύλος που δεν αφήνει το κόκκαλό του.
Φαινόταν να ντρέπεται που πεθαίνει.
Δεν ξέρω τι λες σε κάποιον σαν αυτόν.
Τα βλέμματά μας δεν διασταυρώνονταν, όπως στο φωτομοντάζ.
Δεν με παρακαλούσε ούτε να μείνω ούτε να φύγω.
Δεν ρωτούσε για κανέναν από το τραπεζάκι μας.
Ούτε για σένα, Μπόλεκ. Ούτε για σένα, Λόλεκ. Ούτε για σένα, Τόλεκ.
Μ’ έπιασε πονοκέφαλος. Ποιος πεθαίνει εδώ και για ποιον;
Επαινούσα την ιατρική και τις τρεις βιολέτες στο ποτήρι.
Μιλούσα για τον ήλιο κι έσβηνα.
Τι καλά που υπάρχουν σκαλοπάτια γοργά να τα κατεβαίνεις.
Τι καλά που υπάρχει εξώπορτα να την ανοίγεις.
Τι καλά που με περιμένετε στο τραπεζάκι μας.
Η οσμή του νοσοκομείου μού προκαλεί ναυτία.
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Εδώ κείτεται παλιομοδίτικη σαν υποστιγμή
η συγγραφέας μερικών στροφών. Σε τούτη τη γη
αναπαύεται εν ειρήνη, παρότι το πτώμα
δεν ανήκε ποτέ σ’ ένα λογοτεχνικό σώμα.
Και τίποτα καλύτερο στον τάφο της δεν θα βρεις,
μόνον αυτά τα στιχάκια, μια γλαύκα κι άγρια βάτα.
Διαβάτη, το κουμπί του ηλεκτρονικού μυαλού σου πάτα,
τη μοίρα της Σιμπόρσκα δυο λεπτά να συλλογιστείς.
ΣΥΝΩΜΟΣΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥΣ
Υπό ποιες περιστάσεις βλέπεις στα όνειρά σου πεθαμένους;
Τους σκέφτεσαι συχνά πριν κοιμηθείς;
Ποιος εμφανίζεται πρώτος;
Είναι πάντοτε ο ίδιος; Ονομα; Επώνυμο; Κοιμητήριο; Ημερομηνία θανάτου;
Σε τι αναφέρονται;
Σε παλιά γνωριμία; Συγγένεια; Πατρίδα;
Λένε από πού έρχονται;
Και ποιος κρύβεται πίσω τους;
Και σε ποιου άλλου τα όνειρα εμφανίζονται ακόμα;
Τα πρόσωπά τους – μοιάζουν μ’ αυτά στις φωτογραφίες τους;
Γέρασαν καθόλου με το πέρασμα του χρόνου;
Είναι εύρωστα; Είναι ασθενικά;
Οι σκοτωμένοι – πρόλαβαν να επουλώσουν τις πληγές τους;
Θυμούνται ακόμα ποιος τους σκότωσε;
Τι κρατούν στα χέρια τους; Περίγραψε αυτά τα αντικείμενα.
Είναι σάπια; Σκουριασμένα; Απανθρακωμένα; Κούφια;
Τι έχουν στο βλέμμα; Απειλή; Παράκληση; Τι ακριβώς;
Μόνο για τον καιρό κουβεντιάζετε;
Για τα πουλιά; Τα λουλούδια; Τις πεταλούδες;
Καμιά άβολη ερώτηση από την πλευρά τους;
Και αν ναι, τότε τι τους απαντάς; Αντί να σωπαίνεις προνοητικά;
Ή ν’ αλλάζεις υπεκφεύγοντας την υπόθεση του ονείρου;
Ή να ξυπνάς εγκαίρως;
Πηγή: https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6827-7