Μελίσσι
Η Κοινότητα Μελισσίου προήλθε το 1912 από το δήμο Σικυωνίων με ένα οικισμό. Το 1851 είχε 125 κατοίκους και το 1886 398 κατ.
Την ονομασία την πήρε από τα άγρια μελίσσια τα οποία είχαν τις κυψέλες τους σε βράχο, ανατολικά του ναού του αγίου Κωνσταντίνου, ο οποίος κατεδαφίσθηκε το 1884 κατά την διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας η περιοχή Μελισσίου ήταν ιδιοκτη
σία του μπέη της Κορίνθου και της αρχοντικής οικογένειας Ρέντη.
Η μικρή ιστορία του χωριού είναι ταυτισμένη με την οικογένεια Ρέντη η οποία έχει τις ρίζες της στους σταυροφόρους της 3ης σταυροφορίας.
Ο Δημήτριος Ρέντης υπήρξε νοτάριος και φίλος των Καταλανών, κυρίων του Δουκάτου των Αθηνών (1311-1388). Αγωνίστηκε υπέρ αυτών το 1375 κατά του Νερίου Ατσαγιόλι και το 1379 στην Αθήνα κατά των Ναβαραίων. Κλάδο των Ρέντηδων των Αθηνών αποτέλεσε η ομώνυμη οικογένεια της Κορίνθου.
Το Μελίσσι στην απογραφή του 1879 είχε (398) κατοίκους, το 1907 (596), το 1928 (623), το 1940 (717), το 1951 (742), το 1971 (840), το 1991 (1.108).
Προστάτης του χωριού είναι ο άγιος Δημήτριος. Ο νέος ναός κτίσθηκε το 1971 με πέτρα πελεκητή και είναι βυζαντινού ρυθμού.
Υπάρχουν τα εξωκκλήσια, της αγίας Μαρίνας, όπου βρίσκεται και το νεκροταφείο του χωριού, του Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Νεκταρίου, Αγίων Αναργύρων, προφήτη Ηλία, Αγίας Παρασκευής.
Το Μελίσσι έχει εύφορα εδάφη και οι κάτοικοι καλλιεργούν εσπεριδοειδή, ελιές, βερυκοκιές και αμπελοειδή.
Πρόεδροι που υπηρέτησαν στην κοινότητα ήταν: οι Θεοφάνης Ζένιος - Παναγιώτης Τριάντας - Σεραφείμ Καφτάνης - Γεράσιμος Ζένιος - Χρήστος Κλουτσινιώτης - Ιωάννης Λιακόπουλος - Ιωάννης Ντόμαλης - Ηλίας Χίνος.
Παλιές οικογένειες του χωριού είναι: οι Σούρλου - Μαλιαρού - Ζένιου - Νικολάου - Αδραχτά - Σωτηρόπουλου - Τριάντου - Σμυρναίου - Κουτίβα - Αναγνωστόπουλου - Καφτάνη κ.ά.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΡΟΣ
Ένας ξεχασμένος μεγάλος ζωγράφος από το Μελίσσι.
Στο Μελίσσι γεννήθηκε (1887) και έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Βασίλης Μάρρος, ένας μεγάλος έλληνας ζωγράφος της διασποράς.
Από το Άνω Μελίσσι, ο Μάρρος βρέθηκε μόνος, το 1913, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Το τόλμημα, ακραίο για την εποχή, πήγαζε από το όραμα να γίνει καλλιτέχνης, όνειρο που κυνήγησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή.
Τον συναντάμε ξανά το 1921 στη Νέα Υόρκη, ως υπότροφο σε μια από τις καλύτερες Σχολές Τέχνης, το "Art Student's League", και από εκεί στο Παρίσι φοιτητή στην Academie Moderne. Η μοναδική επαφή με την Ελλάδα επισημαίνεται το 1930 όταν επιστρέφει στο χωριό του όπου παραμένει ένα χρόνο για να επισκεφθεί στη συνέχεια την Ιταλία των φουτουριστών, πριν ξαναεγκαταστασθεί στη Νέα Υόρκη. Είναι η περίοδος που ο Μάρρος δραστηριοποιείται έντονα και ως ηθοποιός, παίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θεατρικό θίασο "Νέον Θέατρον" που ανεβάζει έργα συχνά επαναστατικά - για τον ελληνισμό - σε διάφορες πολιτείες, σε χοροεσπερίδες, οργανωμένες κυρίως από την ομογενειακή οργάνωση "Ελληνικός Εργατικός Εκπαιδευτικός Σύνδεσμος Σπάρτακος".
Τη δεκαετία του '30, το συντηρητικό εικαστικό ύφος και ο ρεαλισμός θριάμβευαν στην Αμερική. Ο μοντερνισμός στη Νέα Υόρκη είναι υποτονικός. Ο Μάρρος φιλοτεχνεί μια σειρά εξαίσιων παραστατικών έργων, εμποτισμένων με έντονη μεταφυσικότητα, που αποποιούνται την περιγραφική λεπτομέρεια και οικειοποιούνται μια ελεύθερη εξπρεσιονιστική γραφή. Απεικονίζουν κυρίως βιομηχανικά, αγροτικά και αστικά τοπία καθώς και επίκαιρα για την εποχή κοινωνικοπολιτικά θέματα, τα οποία απηχούν τις φιλελεύθερες, αριστερές αλλά και ανθρωπιστικές απόψεις του.
Αρκετοί από τους πίνακές του φέρουν τίτλους οι οποίοι προδίδουν τη νοσταλγία του καλλιτέχνη για την Ελλάδα και ειδικά για τη ζωή στα χωριά ("Έλληνας βοσκός" - "ελληνίδα με φορεσιά διακοπών" κ.α).
Ο Βασίλης Μάρρος πέθανε το 1954 στην Νέα Υόρκη. Σήμερα οι πίνακές του υπάρχουν στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και σε ιδιωτικές συλλογές.
Θεοχαράκης ή Θεοχάρης Ρέντης
προεστός της Πελοποννήσου και Φιλικός (Κόρινθος 1778 - Τρίκαλα 1825).
Μέλος της Γερουσίας της Πελοποννήσου (Μάιος 1821). Η ωραιότατη θυγατέρα του Σοφία Ρέντη (1803-1893) υπήρξε αρχικά μνηστή του αρχοντόπουλου Ιωάννη Νοταρά (1805 - 1827) και κατόπιν παντρεύτηκε τον στρατηγό Δημήτριο Καλέργη, αρχηγό της Επαναστάσεως του 1843 και πρεσβευτή.