17/03/2023
Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί στην Καμάρα, όλες οι παλιοσειρές της 4 ήταν εκεί. Ο Νικόλας, ο Βενάρδος, ο «κουκούλας», ο «Νίνο», ο «κουρέας», ο Λαυρέντης, ο θρυλικός ταμίας «Παπέν». Μαζί τους και η τότε νέα γενιά, ο «μασκοφόρος», ο Γρηγόρης «το άτομο», ο «Τσούτσου», ο «Τζερόνιμο», ο «Γκουζού» κι αρχηγός εκείνος, ο θρύλος της Κλεάνθους, που όλοι τον φώναζαν «στρατηγό».
Ήταν ένας μελαχρινός περίεργος τύπος, κλασσική φάτσα της δεκαετίας του ’80. Στραβό στόμα, αμελώς ατημέλητο μαλλί, τζιν μπουφάν, «κώδικες». Το όνομά του ήταν Μάκης (Θωμάς) Μαυρομιχάλης, όλοι τον ήξεραν σαν «Μάκη Μανάβη». Είναι η μοναδική οπαδική φιγούρα εκείνα τα χρόνια που ήξερε και ο τελευταίος Αθηναίος που ασχολείτο με το ποδόσφαιρο, έστω ακουστά.
Άπειρες ιστορίες να τον συνοδεύουν, άπειρα περιστατικά, θρύλοι, «αρβύλες», ξεχειλωμένα «σκηνικά», ευτράπελα. Ο Μάκης τα ταξίδια στις εκδρομές τα έβγαζε όρθιος. Στο διάδρομο στο «πούλμαντο», να δίνει διαταγές στον οδηγό να μην πάει από το Περοκέ «γιατί να πούμε μας την έχουνε στημένη να πούμε δηλαδή» και με το πολλοστό επεισόδιο στην κλασσική στάση για φαγητό. Τα μαγαζιά επί της εθνικής οδού στις τότε οπαδικές εκδρομές, δεν κατέβαζαν ρολά.
Το καραβάνι των οπαδών του ΠΑΟΚ σταματούσε στο κλασσικό μαγαζί έξω από τη Λαμία. Το σενάριο πάντοτε ίδιο: οι μισοί «ψειριστική», οι υπόλοιποι να πληρώνουν για τους τύπους. Μια φορά, ο ιδιοκτήτης έχοντας και στο παρελθόν τραυματικές εμπειρίες, είχε μαζέψει δύο-τρεις «άσβερκους» από το νυχτερινό μαγαζί της πόλης και τους έχει στήσει στην πόρτα για να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει. Ο Μανάβης πλησίασε, κοίταξε τους τύπους και έκανε δύο βήματα δεξιά: «υπάρχουνε και τζαμαρίες να πούμε δε χρειάζεται να φύγουμε δηλαδή να πούμε και από την πόρτα». Οι μπράβοι έκαναν πέρα, το μαγαζί έμεινε άθικτο, ο «στρατηγός» είχε νικήσει.
Πάντα είχε τον τρόπο του ο Μάκης, αυτόν το μαγικό συνδυασμό μαγκιάς-κουτοπονηριάς και «μαναβοσύνης». Όπως κάποτε στα στενά της Νέας Ιωνίας που τον είχαν στριμώξει οι αστυνομικοί και πήδηξε στην αυλή ενός προσφυγικού, άρπαξε το λάστιχο και έκανε πως ποτίζει τα λουλούδια νευριασμένος που η μάνα του «τον έχωσε». Δεν εξετάζω τα επεισόδια και τις απερισκεψίες, σε καμία περίπτωση δεν επιδοκιμάζω παραβατικές συμπεριφορές.
Τούτη εδώ είναι μια άλλη πτυχή, πιο οπαδική, πιο ποδοσφαιρική, διότι το ποδόσφαιρο είναι (και) ο Μάκης «ο Μανάβης» και όλες αυτές οι φιγούρες που κοιτούσαν απορημένοι οι πιτσιρικάδες.
Ο Μάκης ήταν για τον ΠΑΟΚ αυτό το απροσδιόριστο του dna του για ολόκληρη τη δεκαετία του ’80. Ο ΠΑΟΚ ήταν ανέκαθεν ομάδα που αγνοούσε τους κινδύνους, ομάδα που είναι μεγάλη επειδή έτσι.
Κάποτε τη δεκαετία του ’70 ήταν η καλύτερη στην Ελλάδα και της στέρησαν τουλάχιστον 3 εθνικούς τίτλους, είναι η ομάδα στην οποία θεωρείται φυσιολογικό ένα διπλό στο White Hart Lane συνδυασμένο με την εικόνα ενός ημίγυμνου τύπου με τις γροθιές υψωμένες και το βλέμμα χαμένο. Αυτός ο ΠΑΟΚ εμφανίζεται που και που και κάνει τον κόσμο του που βλέπει τα μαλλιά να γκριζάρουν να ερωτεύεται ξανά.
Αναθεώρησε πολύς κόσμος σχετικά με το οπαδικό γίγνεσθαι, ήρθε η εποχή της πληροφορίας, τα «σκηνικά» έγιναν πολύ πιο επικίνδυνα, οι «κώδικες» εξασθένησαν, η βία έγινε χυδαία και χάθηκαν ζωές.
Δεν άλλαξε μόνο το ποδόσφαιρο, άλλαξαν και οι οπαδοί, η κοσμοθεωρία τους, τα κίνητρα και η αφοσίωσή τους απέναντι στην ομάδα.
Είμαι βέβαιος ότι όποιος παλιός διαβαίνει πια το κατώφλι των γηπέδων νιώθει πολύ περίεργα.
Στα πέταλα ίσως να νιώθει και παράταιρος, ξένος.