22/12/2023
[53 χρονών σήμερα. Με την "Εκκλησία μου" - που περιγραφει την πιο σημαντική ώρα τη ζωής μου.]
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΟΥ
“Τι κρίμα που δεν πιστεύεις στον Θεό”,
μου είπε κάποτε αγαπημένος φίλος˙
“Χάνεις την ευκαιρία την ευκαιρία να ενωθείς λατρεύοντας,
να παραδοθείς ολοκληρωτικά σε μία Εκκλησία
όπως παραδίνεσαι στη θάλασσα όταν ξαπλώνεις ανάσκελα
και επιπλέεις πάνω στο νερό,
να αφεθείς δίχως να επιζητάς καμία προστασία,
να ανοίξεις δίχως σκέψη, όπως ανοίγουν οι ανθοί των λουλουδιών,
γίνονται ένα με κάτι μεγαλύτερο.”
Μάλλον δεν είχε άδικο.
Είναι πράγματι πολύ πικρό να μην έχεις μια Εκκλησία,
να μην μπορείς να αφεθείς,
να μην μπορείς, έστω για μια στιγμή, να ανοίξεις δίχως σκέψη.
Ωστόσο
κάποτε βρέθηκα
στο δωματιάκι υποδοχής ενός ορφανοτροφείου στην Αντίς Αμπέμπα
(το λέγανε Τέσφα που θα πει “Ελπίδα”),
μία παράγκα ήτανε με τενεκεδένια στέγη,
κάθεσαι μέσα και σου φέρνουνε τα προς υιοθεσία παιδιά.
Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένας μονάχα καναπές,
τόσο μα τόσο βρώμικος,
καθώς πάνω σε αυτόν κάθε μέρα
τρία ή τέσσερα ζευγάρια περνούσανε οχτώ ώρες
με το μωρό που ήταν να υιοθετήσουν,
κι ο λερός καναπές βρώμιζε όλο πιο πολύ
από νέα κάτουρα και μύξες και ευκοίλιες,
γιατί τα παιδιά εκείνων των ορφανοτροφείων έχουν πάντοτε ευκοίλια
(και είναι τα τυχερά – τα υπόλοιπα πεθαίνουν στον δρόμο).
Κάθισα κι εγώ σε αυτόν τον καναπέ,
και συναντήθηκα με την Α., την Μπ., τον Σ. και την Γκ.,
μωρά που γεννήθηκαν στον πάτο του καζανιού,
και είδα με τα μάτια μου την Χ. και την Α. και την Ν. και την Μ.
να κλαίνε, να κλαίνε, να κλαίνε
αγκαλιάζοντάς τα.
Και σκέφτομαι,
καλέ μου φίλε,
πως πάντοτε υπάρχει ένας τέτοιος καναπές
γεμάτος με ιερά κάτουρα και ιερές ευκοίλιες παιδιών
σε μία Τέσφα, σε μιαν Αντίς Αμπέμπα,
σε κάποιον πάτο καζανιού του κόσμου.
Κι ακόμη σκέφτομαι
πως αυτός ο τόσο λερωμένος καναπές,
ο γεμάτος κάτουρα και μύξες και ευκοίλιες,
ο γεμάτος δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα,
ίσως
να είναι η Εκκλησία μου.