
15/06/2025
Οταν Λιούις Άρμστρονγκ άκουσε Πετρολούκα
Στο Σωματείο Μουσικών της Αμερικής, που είχε οκτώ εκατομμύρια μέλη, γράφτηκα υποχρεωτικά. Σε κάθε συνέλευση σηκωνόταν ο πρόεδρος, που ήταν ελληνικής καταγωγής, έδειχνε σε έναν χάρτη διαφορετικά μέρη του κόσμου και ρωτούσε αν υπάρχει κάποιος να μας δείξει τη μουσική παράδοση καθενός. Κάποια φορά έφτασε και στην Ελλάδα. Ένα παιδί που ήταν εκεί σηκώθηκε κι άρχισε να παίζει με το μπουζούκι του τα «Παιδιά του Πειραιά». Μόλις τελείωσε, σηκώνομαι κι εγώ και λέω: «Δεν ξέρω καλά αγγλικά, αλλά αν κατάλαβα, δεν θέλετε νεοελληνική μουσική, θέλετε κάτι παραδοσιακό. Εγώ παίζω αρχαία μουσική». Παραγγέλνει ο πρόεδρος και μου φέρνουν ένα κλαρίνο. Στη σκηνή βρίσκοταν ο ίδιος, που έπαιζε πιάνο, ένας μαύρος κιθαρίστας, Αμερικανός, πολύ διαβασμένος, και ένας Σκοπιανός ντράμερ. Με ρωτάει: «Τι θα παίξεις, κύριε Χαλκιά; Για να σε βοηθήσω». Του λέω: «Συγγνώμη, πρόεδρε, αλλά σε αυτό που θα παίξω δεν θα μπορέσετε να με ακολουθήσετε». Ήταν 1.200 άτομα στην αίθουσα. Οι καλύτεροι μουσικοί. Μόλις ο πρόεδρος εξήγησε στον Αμερικανό τι είπα, εκείνος σχολίασε πως λέω μεγάλες κουβέντες: «Εγώ έσκισα τα παντελόνια μου μέχρι να μάθω κιθάρα. Διαβάζω, γράφω απταίστως και τα κάνω όλα». Τότε ο Σκοπιανός του λέει: «Έι, περίμενε, οι Έλληνες έχουν διαφορετικούς ρυθμούς, πράγματα που εμείς εδώ δεν τα έχουμε». Πριν παίξω, τους ζήτησα να μεταφράσουν κάτι για τους υπόλοιπους. «Πείτε τους ότι εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα χρώμα μουσικής. Έχουμε όλα τα χρώματα που υπάρχουν στον πλανήτη κι ένα χρώμα που δεν το έχει κανένας. Είναι άλλα τα θρακιώτικα, άλλα τα μακεδονικά, άλλα τα ποντιακά, άλλα τα νησιώτικα, άλλα τα κρητικά, άλλα τα πελοποννησιακά και τα ηπειρώτικα, που δεν τα έχει κανένας στον κόσμο». Δύο συνθέτες που κάθονταν μπροστά αναρωτήθηκαν αν είμαι τρελός. «Παίξε μόνος», μου λένε, «να σε ακούσουμε». Κι αρχίζω να παίζω κοιτάζοντάς τους στα μάτια, γιατί αν τον πελάτη τον «πιάσεις» και παίξεις αυτό που θέλει η ψυχή του, σηκώνεται στα ουράνια. Και είχα «πιάσει όλους τους μουσικούς» εκεί μέσα. Μόλις τελείωσα, χειροκροτήματα, σφυριχταριές, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Έρχονται οι δύο συνθέτες, μου δίνουν συγχαρητήρια και ο ένας μου λέει: «Aυτή η μουσική που έπαιξες για ηπειρώτικο μοιάζει με την τζαζ την αμερικανική. Μήπως κλέψατε κάτι από εμάς και το παρουσιάζετε έτσι;». Μου εξηγεί ο πρόεδρος, που έκανε τον διερμηνέα, και απαντάω: «Είναι δυνατόν ποτέ ο πατέρας να κλέψει από το παιδί του;». Οι Έλληνες που ήταν μέσα χειροκρότησαν. «Συγγνώμη», μου λέει αυτός και μου ζητάει να παίξω κάτι. Εγώ του έπαιξα για ειρωνεία μια μελωδία, ένα ηπειρώτικο και πιάνει και γράφει το «That's the way (I like it)» που έγινε παγκόσμιο σουξέ. Ήταν ένας από τους KC and The Sunshine Band! Όταν έγραψε το τραγούδι, ήρθε και με ξαναβρήκε και με ρώτησε: «Κύριε Χαλκιά, γιατί στην Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεστε αυτήν τη μουσική και όταν ερχόμαστε εκεί ακούμε μπουζούκια;». Δεν την αγάπησε καμία κυβέρνηση την παραδοσιακή μουσική. Κανείς δεν φρόντισε να την πουλήσει όπως της αξίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αφού έμαθαν ο Μπένι Γκούντμαν και ο Λιούις Άρμστρονγκ ότι έγινε ένα τέτοιο περιστατικό, ήρθαν μια μέρα στο μαγαζί όπου έπαιζα. Με παρακολούθησαν να παίζω και κάποια στιγμή ζήτησαν από τον σερβιτόρο να με φωνάξει. Πήγα στο τραπέζι τους μαζί με τον σερβιτόρο για να μεταφράζει. Ο Μπένι Γκούντμαν του ζήτησε να με ρωτήσει πώς έπαιξα όλα αυτά τα τραγούδια χωρίς αναλόγιο, πώς ήταν είναι δυνατόν να τα ξέρω όλα απ' έξω. «Εμείς είμαστε παραδοσιακοί, δημοτικοί μουσικοί της Ελλάδας. Δεν γράφουμε και δεν διαβάζουμε μουσική, αλλά ό,τι περνάμε στα κομμάτια, το κρατάμε στο μυαλό μας», του είπα. Με ξαναρωτάει: «Γιατί δεν είχες αναλόγιο; Δεν πήγες στο σχολείο;». Τον κοίταξα και του λέω: «Γεννήθηκα το 1934 και από το '40 μέχρι το '48 είχαμε πόλεμο. Πήγα δύο χρόνια στο σχολείο για να μάθω να γράφω και να διαβάζω. Τίποτε άλλο». Γυρνάει στον Άρμστρονγκ και του λέει: «Αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος. Φαντάσου τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος, αν έγραφε και διάβαζε!».
Δούλεψα καλά στην Αμερική. Κάθε δύο χρόνια, όμως, ανανέωνα την άδεια παραμονής γιατί δεν είχα πράσινη κάρτα. Κάποια στιγμή, το 1966, Έλληνες μουσικοί που είχαν την αμερικανική υπηκοότητα πήγαν στον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών της Αμερικής και του είπαν να ενημερώσει την Αμερικανική Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης για να με απελάσουν. «Έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές», του είπαν, «κι εμείς, οι Αμερικανοί, δεν έχουμε να φάμε». Ο πρόεδρος μου έστειλε μια επιστολή που έγραφε ότι εντός 24ωρών έπρεπε να εγκαταλείψω το αμερικανικό έδαφος, διότι «τέτοιου είδους μουσικούς έχουμε πολλούς». Παίρνω έναν δικηγόρο, πάω στον διευθυντή της υπηρεσίας και επειδή δεν μπορούσα ακόμα να συνεννοηθώ στα αγγλικά, και αυτός του λέει: «Αν αύριο, τέτοια ώρα, είναι εδώ, θα τον δέσω με χειροπέδες». «Πες του», του λέω, «ότι θα φύγω, θα πάω στην πατρίδα μου, αλλά τέτοιους μουσικούς εδώ δεν έχετε». «Μπορείτε να μου το αποδείξετε αυτό;», ρώτησε ο διευθυντής και εγώ του είπα να πάρει τους καλύτερους μουσικούς που έχει και να τους φέρει να με συνοδεύσουν. Όχι να παίξουν μαζί μου, να με συνοδεύσουν. Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να διαβάσει μουσική και, πράγματι, βρήκε μουσικούς και τους έφερε να με συνοδέψουν. Αρχίζω τα βαριά ηπειρώτικα, εκείνοι σαστίζουν γιατί δεν ξέρουν τι να παίξουν και τότε ο διευθυντής δίνει μία και ρίχνει τα πράγματα κάτω από το γραφείο και διατάζει να φωνάξουν την αστυνομία. Όταν ήρθαν οι αστυνομικοί τους ζήτησε να συλλάβουν τον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών. Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους απάντησε ότι η τελευταία εγκύκλιος που κυκλοφόρησε στην Ουάσινγκτον έλεγε πως ό,τι δεν το έχει η Αμερική, το κρατάει. Και αυτός όχι μόνο δεν θέλησε να το κρατήσει, θέλησε να το διώξει κιόλας. Ευτυχώς, η υπόθεση έληξε εκεί και δεν τον συνέλαβαν. Ο διευθυντής μού έβγαλε την πράσινη κάρτα και μου είπε: «Αύριο, έλα στο γραφείο μου στις 11 το πρωί. Δεν σε κρατάμε με το ζόρι, αν θέλεις όμως να μείνεις, θα σε κάνω Αμερικανό». Του ζήτησα να φέρω και τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα' αδέρφια μου, τον πατέρα μου και τη μάνα μου που ήταν στην Ελλάδα κι αυτός απάντησε ότι θα έφερνε όλους τους συγγενείς α' βαθμού. Και πράγματι έμεινα, και έφερα και την οικογένειά μου.
Οι Έλληνες της ξενιτιάς, ο απόδημος ελληνισμός, είναι δύο φορές Έλληνες. Και είναι και δυστυχισμένοι, γιατί αν γνωρίσει κανείς δύο πατρίδες, δεν είναι πουθενά ευχαριστημένος. Για το μόνο που έχω μετανιώσει είναι που έφυγα από την Αμερική. Ήμουν καλύτερα εκεί, από πολλές πλευρές, αλλά ο πόνος της νοσταλγίας και τα παιδικά μου χρόνια δεν με άφηναν σε ησυχία – γι' αυτό γύρισα. Όταν πρωτοπήγα στην Αμερική, το 1958, απόρησα γιατί είδα πράγματα που δεν τα είχαμε εδώ ακόμα. Είδα την τηλεόραση και αναρωτιόμουν: «Τι είναι αυτός που βγαίνει μέσα από το κουτί; Καραγκιόζης;». Ντρεπόμουν να ρωτήσω. Είδα παράξενα πράγματα. Η Αμερική, τότε, ήταν η χώρα του μέλλοντος. Κι ακόμα η χώρα του μέλλοντος είναι. Και είναι περίεργο που μόλις έρχομαι εδώ, θέλω να πάω πίσω, γιατί στην Αμερική έζησα 20 χρόνια από τη ζωή μου, έχω φίλους εκεί, έχω αφήσει μέρος της ζωής μου εκεί. Όμως, μόλις βρεθώ εκεί, θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Το κλαρίνο μιλάει. Είναι ο απόγονος του αυλού, ένα όργανο που εκφράζει τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, την ευτυχία, τα πάντα. Υπάρχουν τραγούδια πεντατονικής που πολλοί τα ακούνε και κλαίνε. Έχουν όλα τα συναισθήματα που έχει ο άνθρωπος και το κλαρίνο μπορεί να τα εκφράσει.
Η παραδοσιακή μουσική σήμερα έχει εξελιχθεί και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κάθε γενιά κάτι εξελίσσει. Θυμάμαι ότι παλιά, όταν έπαιζα κλαρίνο, έπαιρνε νούμερο χορού κάθε τραπέζι και σηκώνονταν 8-10 άτομα να χορέψουν. Κι εγώ κοίταγα τα βήματα του πρώτου που χόρευε κι έφτιαχνα μελωδία πάνω στα βήματά του. Τώρα δεν είναι έτσι, ανεβαίνουν όλοι μαζί, 50 άτομα, τα κοριτσάκια με τα αγόρια τρίβονται στον χορό και η κατάσταση είναι «βαράτε βιολιτζήδες». Λες κι είναι αρκούδες. Και όλα τα νέα κλαρίνα προσπαθούν να μιμηθούν το δικό μας μοτίβο. Έχω παίξει εκατομμύρια τραγούδια με το κλαρίνο μου, ενώ ένας νέος κλαριντζής σήμερα δεν ξέρει να παίξει περισσότερα από 40 κομμάτια. Μπορώ να καταλάβω και από πού έχει κλέψει καθένας που παρουσιάζει ένα νέο κομμάτι σαν δικό του. Πάω πολλές φορές, τα βλέπω και γελάω.
Όσο μπορώ, θα παίζω. Μέχρι να πεθάνω. Κι έχω αφήσει εντολή στα παιδιά μου να με θάψουν μαζί με το κλαρίνο, να το βάλουν δίπλα μου, μέσα στην κάσα. Όταν ο άνθρωπος περάσει τα 70 βλέπει τις απόψεις που είχε στα 30 και ή γελάει ή κλαίει. Του φαίνονται λάθος. Σημασία έχει να προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη του.
Πηγή: LIFO