16/08/2024
Του Λυκούργου Μαρκούδη
Την 1/14 Αυγούστου 2024 η Γερόντισσα της Βηθανίας Ευπραξία μοναχή μετέστη στους Ουρανούς. Στο ξεκίνημα του Δεκαπενταυγούστου με το παλαιό εορτολόγιο (που ακολουθεί το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με το νέο. Κοιμήθηκε στην Μονή που αγάπησε και διακόνησε για πολλές δεκαετίες. Εκεί που μας υποδέχθηκε αμέτρητες φορές.
Μικροκαμωμένη στο σώμα αλλά γιγαντωμένη στην ψυχή, έζησε διακριτικά και αθόρυβα βίο πνευματικού μεγαλείου, προσωπικής αφάνειας, χαρισμάτων θείων, ακολουθώντας πιστά τον λόγο του Ευαγγελίου. Η φράση της που συχνά μας έλεγε, όταν αντιμετώπιζε δυσκολίες από τους «γείτονες» και όχι μόνο ήταν: «Ήρθαμε να φυλάμε τον Άγιο Λάζαρο, αλλά τελικά ο Άγιος Λάζαρος μας φυλάει». Αυτή ήταν η πίστη της, ανόθευτη και αληθινή, απροϋπόθετη και πλήρης. Εμπιστοσύνη απόλυτη στον Κύριό μας, την Παναγία Μητέρα Του και Μητέρα μας, τους Αγίους που διακονούσε με αφοσίωση. Στις προσωπικές τις δυσκολίες η παρηγοριά της ήταν ο Θεός και μόνο. Σε κάθε δυσκολία αντιμετώπιζε τα πάντα με σπάνια πίστη σταυρώνοντας αδιάκοπα ό,τι έχρηζε θεραπείας. Πως να της πεις για φάρμακα και γιατρούς, όταν σου απαντούσε με την βεβαιότητα ενός μικρού παιδιού που είναι απόλυτα παραδομένο στη φροντίδα των γονιών του, πως ο Θεός θα τα φροντίσει όλα; Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα πίστεως που ζούσαμε κοντά της. Αξιοζήλευτη η πίστη της για όλους εμάς που στη θεωρία είμαστε πλούσιοι, αλλά στην πνευματική πράξη παντελώς χρεωκοπημένοι.
Πάντα να μας υποδεχόταν όλους, όποια στιγμή, όποια μέρα, χωρίς περιορισμούς και προγράμματα. «Έχουν κάνει τόσο κόπο οι άνθρωποι και έρχονται από τόσο μακριά… κι εμείς θα τους αφήνουμε έξω;». Άφηνε κάθε άλλη εργασία, διακόνημα, πρόγραμμα, ακολουθία για να υποδεχτεί μαζί με την σεμνή αδελφότητά της τους προσκυνητές. «Εμείς είμαστε εδώ, θα κάνουμε την ακολουθία λίγο πιο μετά» έλεγε όταν καθυστερούσε ένας εσπερινός επειδή εκείνη την ώρα έφθανε μια προσκυνηματική ομάδα στο μοναστήρι. Όσες φορές ζητούσα συγγνώμη που διακόπταμε την πρωινή τους τράπεζα, φτάνοντας πολύ νωρίς με κάποιο γκρουπ για να προλάβουμε το δικό μας πρόγραμμα, εκείνη με το άδολο χαμόγελό της απαντούσε «Μόλις είχαμε τελειώσει…» ή «μα θα συνεχίσουμε αμέσως μετά, δεν φεύγει η τράπεζα».
Η τράπεζα στο μοναστήρι ήταν η πιο πλούσια λιτή τράπεζα που μπορούσες να βρεις. Περίσσευμα αγάπης πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι που ακόμα και στις νηστείες έμοιαζε πλουσιοπάροχο: είχε ελάχιστα και νόμιζες πως είχε τα πάντα! Αναμφίβολα μια ακόμα ευλογία! Άλλωστε πάντα εκεί ήταν και ο μακαριστός όσιος Γέροντας Θεοδόσιος, ο κτήτορας της Μονής. Στο πετραχήλι του ανέπαυε τους ψυχικούς της κόπους και από αυτόν τον σύγχρονο αγιασμένο γέροντα λάμβανε η μακαριστή Γερόντισσα άπειρες ευλογίες. Ο δε τάφος του ήταν σημείο αναφοράς για τη μονή και τις αδελφές. Κάθε βραδάκι, εκεί που έγερνε ο ήλιος λίγο πριν το σκοτάδι απλωθεί στη Βηθανία, η Γερόντισσα Ευπραξία κρατώντας την εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας στην αγκαλιά της και ένα μεγαλούτσικο πήλινο θυμιατό, περιφερόταν στο μοναστήρι θυμιάζοντας όλους τους χώρους και κατέληγε στον τάφο του Γέροντα, πίσω από την κόγχη του Ιερού. Εκεί τοποθετούσε την εικόνα της Θεοτόκου για να την ασπαστούν οι αδελφές και να πάρουν και την ευχή του Γέροντα πριν αποσυρθούν στα κελιά τους. Το ίδιο τυπικό κάθε βράδυ για δεκαετίες, όπως και παλιότερα, όταν έπαιρναν οι μοναχές την ευχή του μετά το απόδειπνο.
Διατηρούσε τα πάντα από τον Γέροντα και ακολουθούσε το παράδειγμά του. Εφάρμοζε στο μοναστήρι το αυστηρό τυπικό του Αγίου Σάββα και η αδελφότητά της ξεχώριζε στην Αγία Γη. Η πεντακάθαρη, ανθοστόλιστη και περιποιημένη αυλή της μονής ξάφνιαζε ευχάριστα τους προσκυνητές που εισέρχονταν μέσα έχοντας διασχίσει το χάος και την απόλυτη αταξία της Βηθανίας. Δεν ήθελε κανείς να φύγει στο τέλος. Και δεν χρειαζόταν να σου πει κάτι η Γερόντισσα. Είχε πλήρη εφαρμογή το «αρκεί μοι του οράν σε». Αρκούσε πραγματικά και μόνο που την έβλεπες να σβήνει τα κεράκια στο μικρό μανουάλι του καθολικού, να φέρνει ένα καλαθάκι με καραμέλες, να κρατάει το μπαστουνάκι της και να στέκεται κάτω από το μεγάλο πεύκο με την τυλιγμένη στον κορμό του μπουκαμβίλια. Αλλά και όταν μιλούσε με την απλότητά της για τα μικρά παιδιά που ζούνε σε αυτά τα δύσκολα χρόνια και βούρκωνε, έσπευδε να προσθέσει πως για αυτά τα μικρά παιδιά προσεύχεται ιδιαιτέρως. Ή όταν πάλι περιέγραφε τις δυσκολίες της μονής, τις επιθέσεις, τα προβλήματα, χωρίς ποτέ να πάψει να είναι χαμογελαστή…
Ποτέ δεν αρνήθηκε να βγούμε όλοι οι προσκυνητές μαζί της μια φωτογραφία αναμνηστική. Ποτέ δεν μας ζήτησε κάτι ιδιαίτερο να φέρουμε για το μοναστήρι. Στις εργασίες πάντα πρώτη έδινε το παρόν: στα χτισίματα, στα βαψίματα, στο μάζεμα των ελιών, στην περιποίηση των κτημάτων της μονής… Δεν θα ξεχάσω όταν μια μέρα βρέθηκα στο μοναστήρι και είδα την Γερόντισσα ανεβασμένη πάνω στον τρούλο της μονής όπου κρατούσε την σκάλα για να μπορεί ένας εργάτης να τον βάψει εξωτερικά. Όταν αργότερα την ρώτησα γιατί ανέβηκε εκεί ψηλά η ίδια μου είπε με τον χαρακτηριστικό αφοπλιστικό λόγο της: «Μα πως να ανέβουν εκεί πάνω οι κοπέλες;», οι μοναχές της δηλαδή. Ήταν μια από τις στιγμές που σε άφηνε στην κυριολεξία άφωνο.
Με πόση χαρά μας ευχόταν κάθε φορά να μας αξιώσει ο Θεός να ξαναπάμε στην Αγία Γη… Με πόση προθυμία έδινε ευλογία σε όλους… Πως έβγαινε στην πόρτα της μονής ακούραστη για να μας αποχαιρετήσει και να μας σταυρώσει φεύγοντας από τη Βηθανία… Ποιες στιγμές να θυμηθώ από τις αμέτρητες φορές που βρεθήκαμε εκεί… Τα τελευταία χρόνια δυσκολεύτηκε στην υγεία της, αλλά ακλόνητη παρέμεινε περιμένοντας την ώρα της μεταστάσεώς της από την Αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, που έφθασε για πρώτη φορά την δεκαετία του ’50. Και ήρθε η ώρα για να βρεθεί στην άνω Ιερουσαλήμ, να ανταμώσει εκ νέου τον Γέροντά της και τα τρία αδέλφια των Αγίων της Βηθανίας που για ολόκληρη τη ζωή της διακόνησε. Τα χαρίσματα θα μείνουν αφανή ή θα φανούν εν ευθέτω χρόνω; Μόνο ο Θεός γνωρίζει.
Το σώμα της αναπαύεται στην γη της Βηθανίας. Η ψυχή της όμως σαββατίζει πλέον στην Ουράνια Βασιλεία. Εμείς ευχόμαστε καλό Παράδεισο να έχει και από εκεί ψηλά να μας σκεπάζει με την ευχή της.