03/11/2024
ΝΗΣΟΣ ROSSEL
Με αφορμή το γεγονός ότι χθες πλεύσαμε ανοιχτά της Νήσου Rossel στο Αρχιπέλαγος Louisiade, της Μελανησίας, ξαναθυμηθήκαμε την τραγική ιστορία των ναυαγών του Saint Paul. Σήμερα ευτυχώς, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Τον Σεπτέμβριο του 1858 το γαλλικό πλοίο Saint Paul με 370 επιβάτες ναυάγησε στα ανοιχτά του νησιού Rossel, ανατολικά της Νέας Γουινέας. Από αυτούς τους 370, λιγότεροι από δώδεκα άνδρες μπόρεσαν να ξεφύγουν και να σωθούν. Οι υπόλοιποι σφαγιάστηκαν και φαγώθηκαν ενώ περίμεναν να διασωθούν.
Το Saint Paul ήταν ένα γαλλικό εμπορικό πλοίο 620 τόνων υπό τη διοίκηση του καπετάνιου Emmanuel Pinard. Τον Ιούλιο του 1858 απέπλευσε από το Χονγκ Κονγκ με 350 Κινέζους επιβάτες με προορισμό το Σίδνεϊ, όπου πήγαιναν για να δοκιμάσουν την τύχη τους στα χρυσωρυχεία της Νέας Νότιας Ουαλίας.
Επειδή το πλοίο συνάντησε παντού νηνεμίες και ο πλοίαρχος φοβήθηκε ότι αν ακολουθούσε την συνηθισμένη οδό για το Σίδνει, θα έχανε πολύ χρόνο και υπήρχε φόβος να σωθούν τα τρόφιμα αποφάσισε να ακολουθήσει άλλη πορεία, που θα ήταν συντομότερη.
Έτσι όταν οι προμήθειες άρχισαν να εξαντλούνται, το πλοίο βρισκόταν κάπου βόρεια της Νέας Γουινέας. Αντί να παραμείνουν στην κανονική διαδρομή που θα τους οδηγούσε ανατολικά των Νήσων του Σολομώντος, ο καπετάνιος Pinard σκέφτηκε να εξοικονομήσει χρόνο συντομεύοντας το πέρασμά του. Επέλεξε να ρισκάρει στα επικίνδυνα νερά που είναι διάσπαρτα με υφάλους μεταξύ της Νέας Γουινέας και των Νήσων του Σολομώντος.
Δυστυχώς, το εγχείρημα αυτό όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά αποδείχτηκε καταστροφικό. Οι κακές καιρικές συνθήκες και οι βαριές τροπικές συννεφιές τον εμπόδιζαν να κάνει οποιεσδήποτε ηλιακές παρατηρήσεις. Πλοηγούσε τυφλός καθώς προσπαθούσε να περάσει μέσα από το ύπουλο αρχιπέλαγος Louisiade όταν τελικά ήρθε η καταστροφή.
Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου, το Saint Paul χτύπησε σε έναν ύφαλο στα ανοιχτά μιας άγνωστης ατόλης στο ανατολικό άκρο του αρχιπελάγους. Η ατόλη αυτή ξετυλιγόταν σαν μια ταινία σε απόσταση 2 χιλιομέτρων περίπου από μια ορεινή ξηρά σκεπασμένη με δένδρα και πιθανώς κατοικημένη. Από όλες τις ενδείξεις συμπέραναν ότι βρίσκονται στη Μελανησία, χώρα κατεξοχήν αφιλόξενη. Στο μεταξύ, το Saint Paul χτυπιόταν από τα κύματα και σε λίγες ώρες άρχισε να διαλύεται, οπότε έπρεπε να τον εγκαταλείψουν. Οι βάρκες που διέθετε το πλοίο ήταν ανεπαρκείς για να μεταφέρουν τόσους ανθρώπους στην απομακρυσμένη ορεινή ξηρά μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε μεταξύ της προσάραξης και της πλήρους διάλυσης του πλοίου.
Ευτυχώς η κοραλλιογενής ατόλη ήταν βατή και οι ναυαγοί μπόρεσαν να μετακινηθούν σε μια μικρή βραχονησίδα που βρισκόταν μεταξύ του ναυαγίου και της ορεινής ξηράς που μπορούσαν να διακρίνουν στο βάθος. Η νησίδα αυτή θα γινόταν το καταφύγιο τους και αποφάσισαν να κατασκηνώσουν εκεί, χρησιμοποιώντας τα ιστία του πλοίου για να φτιάξουν πρόχειρες τέντες που θα τους προστάτευαν από τον ανελέητο ήλιο των Τροπικών.
Ο πλοίαρχος αποφάσισε να μεταβεί και να εξερευνήσει την ορεινή αυτή ξηρά κυρίως γιατί από το πλοίο κατόρθωσαν να διασώσουν μόνο αποθέματα και προμήθειες που τις αποτελούσαν λίγα σακιά με αλεύρι, λίγο παστό κρέας και μερικές κονσέρβες. Επιπλέον δεν είχαν καθόλου νερό. Η ορεινή αυτή ξηρά ήταν η νήσος Rossel.
Ο πλοίαρχος συνοδευόμενος από μερικούς ναύτες και Κινέζους ταξιδιώτες βγήκαν με τις βάρκες στη στεριά. Εκεί επέλεξαν σαν πρώτο τόπο κατασκήνωσης την όχθη ενός ποταμού κοντά στην ακτή, από όπου μπορούσαν να βλέπουν και τη νησίδα όπου βρίσκονταν και οι υπόλοιποι ναυαγοί. Όπως το περίμεναν, συνάντησαν ιθαγενείς μαύρους και γυμνούς, αλλά δειλούς στην πρώτη επαφή μαζί τους. Οι ναυαγοί πήραν θάρρος και άρχισαν να μαζεύουν καρύδες και να ετοιμάζονται να μεταφέρουν και άλλους ναυαγούς στην ακτή, όταν κατά τη δύση του ήλιου, τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά πολυάριθμοι ιθαγενείς οπλισμένοι με λόγχες και ρόπαλα.
Η μάχη δεν κράτησε πολύ και μερικοί από τους ναυαγούς σφάχτηκαν επί τόπου. Οι άλλοι έπεσαν στη θάλασσα και κολυμπώντας έφτασαν στη νησίδα όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι ναυαγοί. Όταν μετρήθηκαν είδαν ότι έλειπαν οκτώ άνδρες του πληρώματος και μερικοί Κινέζοι. Αλλά επειδή δεν πρόλαβαν να δουν τι ακριβώς συνέβη, δεν ήξεραν αν αυτοί που έμειναν πίσω είχαν δολοφονηθεί ή αν είχαν καταφύγει τη ζούγκλα. Αν συνέβαινε το δεύτερο, θα έπρεπε να επιστρέψουν για να τους σώσουν. Τους έλειπαν όμως οι βάρκες που είχαν μείνει στην παραλία, αλλά δεν είχαν και οπλισμό, παρά μερικά τσεκούρια και 5-6 όπλα. Αποφάσισαν λοιπόν να περιμένουν, αλλά στο μεταξύ οι ιθαγενείς άρχισαν να καταφθάνουν πάνω στις πιρόγες τους και να τριγυρίζουν τη νησίδα, μερικοί όμως πυροβολισμοί ήταν αρκετοί για να τους απομακρύνουν. Την άλλη μέρα το ξημέρωμα ο πλοίαρχος πήρε μια από τις δύο βάρκες που είχαν απομείνει και βγήκε στην ακτή για να ψάξει για τους συντρόφους του. Δεν βρήκε όμως τίποτα, ούτε πτώματα, παρά μόνο ερημιά.
Ο Pinard θα ανέφερε αργότερα ότι στη συνέχεια πήρε μια λέμβο με τους επιζώντες ναυτικούς και ξεκίνησε για την Αυστραλία για να βρει βοήθεια. Όπως, είπε, το έκανε μόνο αφού συνεννοήθηκε με τους Κινέζους και έλαβε την έγκρισή τους. Αφήνοντάς τους τα περισσότερα τρόφιμα, τα πυροβόλα όπλα και τη δεύτερη λέμβο, ξεκίνησε με τους άνδρες του και μετά από μια περιπετειώδη θαλάσσια διαδρομή 12 ημερών έφτασε στην Αυστραλία, όπου έπεσαν στα χέρια των ντόπιων Αβορίγινων που ανήκαν στη φυλή των Uutaalnganu. Όταν ο Pinard και οι άνδρες κατόρθωσαν να φύγουν, ο μικρός μούτσος Pelletier παρέμεινε πίσω και έζησε ανάμεσα στους Αβορίγινες για τα επόμενα 17 χρόνια.
Από εκεί, οι ναυαγοί παρελήφθησαν από το πλοίο “Πρίγκιπας της Δανίας” με προορισμό τη Νέα Καληδονία που ήταν γαλλική αποικία. Ήταν πλέον μέσα Δεκεμβρίου όταν ο Pinard έφτασε στο Port-de-France (Numea) στη Νέα Καληδονία.
Όταν έγινε γνωστή η απώλεια του Saint Paul, οι γαλλικές αρχές έστειλαν αμέσως το ατμόπλοιο Styx για να βρει τους επιζώντες, οι οποίοι περίμεναν τη σωτηρία τους για πάνω από 100 ημέρες. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο υπολοχαγός Grenoult, ο οποίος πήρε μαζί του και τον καπετάνιο Pinard και το πλήρωμα του, που έπρεπε να δείξουν που ακριβώς έγινε το ναυάγιο.
Κατά τους υπολογισμούς του πλοιάρχου το ναυάγιο έγινε στο ανατολικό άκρο του αρχιπελάγους Louisiade της Μελανησίας, πιθανώς στο μικρό νησί Adele. Στις 5 Ιανουαρίου έφτασαν στο νησί αυτό αλλά το τοπίο δεν τους θύμισε τίποτα και δεν βρήκαν και κανένα λείψανο του Saint Paul, οπότε ο πλοίαρχος κατάλαβε ότι είχαν πάει σε άλλο νησί. Έτσι μετακινήθηκαν λίγο δυτικότερα προς μια ορεινή ξηρά που θύμιζε το νησί που είχαν ναυαγήσει λίγους μήνες νωρίτερα. Έπεσαν λοιπόν πάνω στη νήσο Rossel, εκεί ακριβώς που είχε γίνει το ναυάγιο.
Φτάνοντας στη νησίδα που είχαν αφήσει τους Κινέζους, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε κανένα σημάδι ζωής επάνω της. Βρήκαν μόνο μια τέντα από κουρέλια , δύο πτώματα θαμμένα κάτω από ένα στρώμα από χαλίκια και κοχύλια, απομεινάρια από υφάσματα διασκορπισμένα στο έδαφος και μια μεγάλη ποσότητα κοχυλιών που φαίνεται να είχαν ψηθεί στη φωτιά, τελευταίο δείγμα διατροφής των ναυαγών και απόδειξη ότι οι Κινέζοι λιμοκτονούσαν και προσπαθούσαν να τραφούν με ότι έβρισκαν διαθέσιμο.
Την επομένη, οπλισμένοι ναύτες του πλοίου, άρχισαν να εξερευνούν την ακτή του κυρίως νησιού. Ένα τρομερό όμως θέαμα παρουσιάστηκε μπροστά τους. Κομμάτια από ύφασμα και κομμένες κοτσίδες Κινέζων έδειχναν τη θέση όπου οι δυστυχισμένοι ναυαγοί σφαγιάστηκαν. Ένας κορμός δένδρου ριγμένος στο έδαφος φαίνεται να είχε χρησιμοποιηθεί σαν υπόβαθρο όπου στήριζαν το λαιμό των θυμάτων. Οι άγριοι ξερίζωναν την κοτσίδα κάθε Κινέζου όσο ζούσε ακόμη, έπειτα τον έσφαζαν και τελικά μοιράζονταν τις σάρκες του.
Από τα 350 περίπου άτομα που έμειναν στο νησί, υπήρχε μόνο ένας Κινέζος επιζών. Ήταν ένας μικρός Κινέζος, που είχε σωθεί γιατί τον είχε υιοθετήσει ένας από τους αρχηγούς των ιθαγενών. Οι άγριοι του είχαν περάσει ένα ξύλο από τη μύτη και του είχαν κόψει τα αυτιά.
Με νοήματα, μετέφερε ότι όλοι οι άλλοι είχαν σφαγιαστεί, αλλά οι φρικτές λεπτομέρειες θα έβγαιναν στο φως μόνο όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ λίγες εβδομάδες αργότερα, όπου ένας διερμηνέας θα μπορούσε να μεταφράσει την ιστορία του.
Για λίγο οι επιζώντες του Saint Paul παρέμειναν ανενόχλητοι. Εφόσον οι ναυαγοί μπορούσαν να συντηρηθούν στη νησίδα, έκλειναν τα αυτιά τους στις προσκλήσεις των ιθαγενών που έφταναν με τις πιρόγες τους και τους περιτριγύριζαν προσκαλώντας τους με νοήματα να περάσουν στο κυρίως νησί για να έχουν νερό και τρόφιμα. Αλλά όταν τα εφόδια εξαντλήθηκαν και αφού κατανάλωσαν και όλα τα όστρακα που βρήκαν στα κοράλλια της νησίδας, και αφού είδαν και δυο συντρόφους τους να πεθαίνουν από τις κακουχίες και την πείνα, απελπίστηκαν.
Οι πιο τολμηροί και πιο απελπισμένοι, υποχώρησαν και μπήκαν στις πιρόγες των ιθαγενών και δεν τους είδαν ποτέ ξανά. Οι άγριοι τους οδήγησαν στην ακτή και στο μικρό ποτάμι εκεί ακριβώς που είχε πρωτοαποβιβαστεί ο πλοίαρχος. Εκεί πολυάριθμοι ιθαγενείς έπεφταν επάνω τους και τους έσφαζαν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο και ύστερα χτυπούσαν τα πτώματα για να μαλακώσει το κρέας το οποίο μοιράζονταν για να το φάνε.
Οι κραυγές των θυμάτων δεν μπορούσαν να φτάσουν στη νησίδα λόγω της απόστασης και επειδή η πυκνή βλάστηση έκρυβε το άγριο θέαμα και οι υπόλοιποι ναυαγοί δεν μπορούσαν να δουν τη σφαγή των συντρόφων τους.
Λίγες μέρες αργότερα οι ιθαγενείς ξαναπροσέγγισαν με πιρόγες τους ναυαγούς και με νοήματα τους δελέασαν με προσφορές φαγητού για να τους πάρουν μαζί τους στο μεγαλύτερο νησί. Κάποιοι πείστηκαν και μεταφέρθηκαν απέναντι. Όταν και αυτοί δεν επέστρεψαν, οι Κινέζοι άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και αποφάσισαν κανείς άλλος να μη φύγει και να πάει απέναντι παρ’όλο που είχαν ελάχιστες προμήθειες.
Στη συνέχεια, αφού πέρασε περίπου ένας μήνας και οι επιζώντες βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση, οι ιθαγενείς επέστρεψαν σε μεγάλους αριθμούς. Μερικοί από τους ναυαγούς αντιστάθηκαν, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι ιθαγενείς τους άρπαξαν και τους μετέφεραν στο νησί, όπου κρατήθηκαν σε ένα μεγάλο ξέφωτο και παρακολουθούνταν στενά. Σε τακτικά διαστήματα οι άγριοι έπαιρναν μερικούς τραβώντας τους από τις μακριές κοτσίδες που οι Κινέζοι είχαν τότε, και τους σκότωναν με πέτρες και ρόπαλα και αφού τους κομμάτιαζαν τους μαγείρευαν σε φωτιά για να τους φάνε.
Μέχρι τη στιγμή που το Styx εμφανίστηκε στο νησί Rossel, μόλις μισή ντουζίνα επιζώντες του Saint Paul ήταν ακόμα ζωντανοί. Οι ιθαγενείς φοβούμενοι αντίποινα από το οπλισμένο πλήρωμα του Styx, κατέφυγαν στην ορεινή ενδοχώρα παίρνοντας μαζί τους τέσσερις Κινέζους και έναν Ευρωπαίο ναύτη, αλλά αφήνοντας τον μικρό Κινέζο που ήταν πολύ ανήμπορος και κρύφτηκε στο δάσος μέχρι που οι Γάλλοι ναύτες τον βρήκαν στη στεριά, ταλαιπωρημένο. Ο υπολοχαγός Grenoult και οι άνδρες του πέρασαν τρεις ημέρες στο νησί Rossel, προσπαθώντας να βρουν τους άλλους αλλά χωρίς επιτυχία.
Στη συνέχεια, το Styx ξεκίνησε για το Σίδνεϊ για να παραδώσει τον καπετάνιο Pinard και τους άνδρες του καθώς και τον νεαρό Κινέζο επιβάτη που μόλις είχαν σώσει, φτάνοντας εκεί στις 25 Ιανουαρίου 1859.
www.kanon.gr