29/12/2022
…Σου γράφω από μια έσχατη άκρη της Αττικής γης. Σήμερα θυμήθηκα ένα ταξιδιώτη από το Βόλο. Κάθε φορά που έφτανε κάπου με τη μοτοσικλέτα του, κάπου ωραία ασφαλώς όπου και τέλειωνε η ταξιδιωτική μέρα του, έβγαζε από μια ειδική θήκη ένα εξαιρετικό κρυστάλλινο ποτήρι και άνοιγε ένα εξίσου εξαιρετικό μπουκάλι κρασί. Θεώρησα έκτοτε την κίνηση εφάμιλλη ενός ευπατρίδη, κάτι το εξαιρετικά ευγενές και ωραίον. Και σήμερα θέλησα το ίδιο, με το καλύτερο μου κρυστάλλινο ποτήρι και το καλύτερο κρασί της κάβας μου.
Σου γράφω έχοντας βγει από ένα μικρό, ασήμαντο μουσείο μιας πελώριας, σημαντικής αρχαίας πόλης. Ο χειμωνιάτικος ήλιος έλουζε τους μεγαρικούς σκύφους και τις μαρμάρινες ληκύθους, τα ωραία γλυπτά στις επιτύμβιες στήλες, αυτά τα ποιητικά πέτρινα σημειώματα της μνήμης ενάντια στη λήθη και το θάνατο. Η κρήνη του Θεαγένη κρύβεται σιωπηλή στα στενά και ο Ηρακλής σκοτώνει τον Κύκνο σε ένα μελανόμορφο αγγείο. Κι ένα γυάλινο θραύσμα από τα ρωμαϊκά χρόνια γράφει «ΧΑΙΡΕ ΚΑΙ ΕΥΦΡΑΙΝΟΥ». Δίκιο έχει.
Δενδροστοιχίες βγαλμένες από τα βιβλία της παλιάς Ελλάδας με οδηγούνε στην ηλιόλουστη ακρογιαλιά με τους ευκάλυπτους. Ψυχή πουθενά. Ως κι οι γλάροι λείπουνε. Υψώνω το ποτήρι μου στον ήλιο πιστός στο κέλευσμα του ρωμαϊκού θραύσματος. Σε λίγες ώρες θα αποχαιρετήσουμε αυτή την παράξενη και γοητευτική χρονιά. Ω, δεν είναι για απολογισμούς εδώ… Σου γράφω μέσα από τη δόξα του φωτός, καρφωμένος κατάστηθα από τις πύρινες λόγχες της τρίτης ώρας του μεσημεριού. Άλλες σκέψεις δεν χωράνε, μόνο φως…
Ο ουρανός στάζει υποσχέσεις για μια άνοιξη που βιάζεται να τρέξει, σαν κορίτσι που βιάζεται και τραβάει την εφηβεία από τα μαλλιά να τελειώσει. Δεν θέλω γρήγορη επιστροφή, μισώ την υπερταχεία της εθνικής οδού, ψάχνω τις διαλυμένες μπλε πινακίδες «Αθήνα χωρίς διόδια», ψάχνω στροφές και παλιές χαράξεις. Και υπάρχουν ακόμη σου λέω, υπάρχουν ακόμη τέτοιοι δρόμοι που δεν τους προτείνει κανένα Google Drive, υπάρχουν σαν γοητευτικές παραφωνίες στους μοντέρνους καιρούς, κυλάνε μέσα στους ήσυχους ελαιώνες που δεν τους βλέπει κανείς, διασχίζουν τοπία όπου το όρος Πατέρας υψώνεται σαν πρασινογάλανο καρβέλι ψωμί μέσα στους βυζαντινούς κάμπους. Κυλάω κι εγώ μαζί τους, με μια χαριτωμένη έκτη overdrive καρφωμένη στο κιβώτιο της μεγάλης αγαπημένης, κολυμπάω μέσα στις στροφές με τα σκίνα, τους όρμους με τα ναυαγισμένα πλοία, τα παλιά στηθαία του δρόμου και τα τεμένη της ακαταληψίας που τα λένε ναυπηγεία. Κυλάω συνεχώς, κάπου την ξέρω τη διαδρομή, κάπου όχι, σφυρίζω τη μουσική του νερού του Handel, κυλάω δίπλα από σκουριασμένες πλώρες και άδεια ελαιουργεία, φουγάρα και κορίτσια που δίνουν την ψυχή τους για μια βόλτα στη σέλα του συνεπιβάτη σε αυτό, το σχεδόν προτελευταίο, δειλινό της χρονιάς.
Είμαστε έτοιμοι να σκάσουμε στον ουρανό σαν φωτοβολίδες… Το ξέρω… Σου το γράφω όπως το άκουσα σήμερα, βγαλμένο μέσα από ένα μεσημέρι σαν γιορτή.
«ΧΑΙΡΕ ΚΑΙ ΕΥΦΡΑΙΝΟΥ»